- ασκητής
- οθηλ. -ήτρια ερημίτης καλόγερος, αναχωρητής: Οι ασκητές έχουν περιορίσει τις ανάγκες τους σε ελάχιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀσκητής — one who practises any art masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκητής — ό (AM ἀσκητής, θηλ. ἀσκήτρια) [ασκώ] αυτός που ζει ασκητικά, ο ερημίτης νεοελλ. αυτός που ζει απομονωμένος σαν να είναι ασκητής αρχ. 1. εκείνος που κατέχει μια τέχνη ή εξασκεί κάποιο επάγγελμα 2. αθλητής … Dictionary of Greek
Ασκητής, Λουκάς — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Δαδί. Εντάχθηκε στο σώμα του Αθανάσιου Διάκου. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821 … Dictionary of Greek
Λαμπαδός — Ασκητής, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου … Dictionary of Greek
ἀσκηταῖς — ἀσκητής one who practises any art masc dat pl ἀσκητός curiously wrought fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκηταί — ἀσκητής one who practises any art masc nom/voc pl ἀσκητός curiously wrought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητοῦ — ἀσκητής one who practises any art masc gen sg ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητῇ — ἀσκητής one who practises any art masc dat sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητήν — ἀσκητής one who practises any art masc acc sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητῶν — ἀσκητής one who practises any art masc gen pl ἀσκητός curiously wrought fem gen pl ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)